- λοιδορίαν
- λοιδορίᾱν , λοιδορίαrailingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) … Dictionary of Greek
λοιδορία — η (AM λοιδορία) [λοιδορώ] ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek